- ἀληθοσύνη
- ἀληθ-οσύνη, ἡ, poet. for ἀλήθεια, Thgn.1226.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αληθοσύνη — η (Α ἀληθοσύνη) η αλήθεια, η φιλαλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. αλήθεια] … Dictionary of Greek
ἀληθοσύνης — ἀληθοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)